πεντεκαιτριακοντούτης

πεντεκαιτριακοντούτης
-ες, Α αυτός που έχει ηλικία τριάντα πέντε ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τριάκοντα «τριάντα πέντε» + -ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού -α- τού α' συνθετικού και τού αρκτικού -ε- τού β' συνθετικού (πρβλ. ογδοηκοντ-ούτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαιτριακοντούτης — masc/fem acc pl (attic epic doric) πεντεκαιτριακοντούτης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πεντεκαιτριακοντούτης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”